πληθύος

πληθύος
πληθύς
throng
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυτόξευτος — ον, Μ αυτός που πληγώνει πολύ («τὴν... πολυτόξευτον τῆς ἀδελφικῆς πληθύος ἐπίπληξιν», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τοξεύω] …   Dictionary of Greek

  • Κοδρικάς, Παναγιώτης — (Αθήνα 1762 – Παρίσι 1827). Λόγιος και συγγραφέας. Υπήρξε περιώνυμος και δριμύτατος αντίπαλος του Κοραή. Το όνομα Κ. είναι εξαρχαϊσμένος τύπος του επωνύμου της μητέρας του, Κουτρικά. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Κατζηλιέρης. Αφού ολοκλήρωσε τις… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”